-
1 ценный
ценный 1) (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 2) (с обозначенной ценой): \ценныйая посылка το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία; \ценныйые бумаги τα χρεόγραφα* * *1) ( дорогой) πολύτιμος, ακριβός2) ( с обозначенной ценой)це́нная посы́лка — το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία
це́нные бума́ги — τα χρεόγραφα
-
2 ценный
ценн||ыйприл1. πολύτιμος, ἀκριβός, τιμαλφής:\ценныйые бумаги τά χρεώγραφα· \ценныйая посылка τό ταχυδρομικό δέμα μέ δηλωμένη ἀξία·2. перен πολύτιμος:\ценныйый работник ὁ πολύτιμος ἐργάτης.